- ξυλενόλη
- ηχημ. συνοπτική ονομασία έξι ισομερών μεταξύ τους φαινολών που είναι παράγωγα τού ξυλολίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylenol < xylene (< ξύλο) + κατάλ. -όλη τής χημικής ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek